- σολφέζ
- (Μουσ.). Μέθοδος μουσικής ανάγνωσης, που συνίσταται στο να διακρίνονται ακουστικά οι ρυθμικές και μελωδικές αξίες των φθόγγων (νότα). Απαραίτητο στη μουσική διδασκαλία, το σ. - που σήμερα χρησιμοποιεί τη συλλαβική σημειογραφία στις λατινόγλωσσες χώρες (και στην Ελλάδα) ή την αλφαβητική στις αγγλοσαξονικές - μπορεί να είναι ρυθμικό ή τραγουδιστό. Στην πρώτη περίπτωση αποδίνεται μόνο η διάρκεια του φθόγγου, ενώ στη δεύτερη αποδίνεται επιπλέον και το τονικό ύψος του.
Η λέξη παράγεται από το μεσαιωνικό λατινικό ars solfandi, βάση του οποίου ήταν το σύστημα της συλλαβικής παρασημαντικής, που καθιέρωσε όπως είναι γνωστό ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο και το οποίο συνίσταται στη χρησιμοποίηση των πρώτων συλλαβών μερικών ημιστιχίων από τον ύμνο του Άγιου Ιωάννη, που σύνθεσε ο Παύλος Διάκονος γύρω στα 700 (Γκουίντο ντ’ Αρέτσο).
* * *και σολφέτζιο, το Νμουσ.1. ανάγνωση τών μουσικών φθόγγων με εκφώνηση τής ονομασίας τών φθογγοσήμων, που αποτελεί βασικό συστατικό τής εκπαίδευσης στη δυτική μουσική και επιτρέπει την εκμάθηση και απομνημόνευση τών σημειογραφικών συμβόλων, ενώ συγχρόνως αναπτύσσει την ακουστική ικανότητα για ακριβή αναγνώριση ήχων και διαστημάτων2. συλλογή στην οποία περιέχονται παρόμοιες ασκήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. solfege < ιταλ. solfeggio < sol «σολ» + fa «φα»].
Dictionary of Greek. 2013.